Translate

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Ἡ μετάνοια τοῦ ἐξωμότου Ἐπισκόπου



Ἀπό τά μεγαλεῖα τῆς Πίστεώς μας

Ἡ μετάνοια τοῦ ἐξωμότου Ἐπισκόπου




   Κατά τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας ἕνας Ἐπίσκοπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, συνεργείᾳ τοῦ πονηροῦ, ἐξώμοσε καί ἔγινε Μωαμεθανός.

 Κάποτε, λοιπόν, κατά τήν ἑορτή τοῦ Μπαϊραμιοῦ, τήν ὥρα πού ὅλοι οἱ Τοῦρκοι ἔτρωγαν καί γλεντοῦσαν, ζήτησαν ἀπό τόν ἐξωμόσαντα νά τούς διακωμωδήσει τά μυστήρια τῶν Χριστιανῶν γιά νά γελάσουν.

Αὐτός στήν ἀρχή ἀρνιόταν, ἀφοῦ, ὅμως, εἶδε ὅτι ἐπέμεναν, πῆρε ἕνα ποτήρι τό σήκωσε ψηλά καί ἐκφώνησε μελωδικά τό "Πάντων  ἡμῶν  μνησθείη  Κύριος   Θεός", κάνοντας ταυτόχρονα καί τό γύρο τοῦ τραπεζιοῦ, ὅπου οἱ Τοῦρκοι κάθονταν καί ἔτρωγαν.

Ἄφησε τό ποτήρι στό τραπέζι καί γύρισε νά δεῖ ἄν διασκέδασαν μ' αὐτό οἱ συνδαιτυμόνες του. Ὅμως, τότε, διεπίστωσε ἔκλπηκτος πώς οἱ Τοῦρκοι ὄχι μόνο δέ γελοῦσαν, ἀλλά τόν κοιτοῦσαν ἔντρομοι. "Ἔ, βρέ", τούς εἶπε, "ἐγώ σᾶς τό ἔκανα γιά νά γελάσετε καί σεῖς τί μέ κοιτᾶτε σάν χαμένοι;".

   Μετά ἀπό λίγη ὥρα ἕνας ἀπ' αὐτούς ἀπάντησε: "Παπά ἐφέντημ, ὅση ὥρα τό ἔκανες αὐτό ἤσουνα δύο πήχεις πάνω ἀπό τή γῆ".

   Ἀκούγοντας αὐτό ὁ Ἐπίσκοπος ἐξεπλάγη καί βγαίνοντας ἔξω ἔκλαψε μετανοιωμένος λέγοντας: "Ἐγώ ἀρνήθηκα τόν Κύριο, ἀλλά αὐτός δέν μέ ἐγκατέλειψε. Ἡ θεία Χάρις Του μέ σκεπάζει ἀκόμα".

   Τήν ἴδια νύχτα ἀνεχώρησε κρυφά γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔζησε τήν ὑπόλοιπη ζωή του μέ μετάνοια καί αὐταπάρνηση, χωρίς νά γνωρίζει κανείς ποιός ἦταν, ἐκτός ἀπό τόν Πνευματικό του.


Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

ΕΠΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ




ΚΑΙ  ΟΜΩΣ!  Η  ΡΩΜΑΝΙΑ  ΖΕΙ!


ΤΟΥ ΠΡΩΤ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ,
 ΟΜΟΤΙΜΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ





Τὸν 4ο αἰ. μ.Χ. ἐμφανίζεται ἕνα ὁλότελα νέο κρατικὸ μέγεθος στὴν Ἱστορία καὶ μαζί του γεννιέται ἕνας νέος κόσμος. Εἶναι ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης ἢ ὅπως ὀνομάζεται ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰ. ἡ Ρωμανία.

Στὰ ὅρια τῆς ἀνανεώσεως τῆς αὐτοκρατορίας ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μεταφέρει τὴν πρωτεύουσα (τὴν Παλαιὰ Ρώμη, ἑλληνικὴ πόλη καὶ αὐτή) στὴν Ἀνατολή.
Γι᾽ αὐτὸ ἡ Νέα Ρώμη θὰ ὀνομασθεῖ πρὸς τιμή του καὶ Κωνσταντινούπολη. Ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία μετα-στοιχειώνεται σὲ «ἐπώνυμον τοῦ Χριστοῦ Πολιτείαν». Διαμορφώνεται συνάμα μία νέα συνείδηση καὶ νέα πολιτειακὴ ἰδεολογία. Εἶναι ἡ νέα αὐτοκρατορικὴ ἰδέα γιὰ τὴν προοδευτικὴ ἐνσωμάτωση ὅλων τῶν Λαῶν τῆς Οἰκουμένης στὴν χριστιανικὴ Πίστη.

Τὰ στηρίγματα τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης εἶναι: ἡ ρωμαϊκὴ Οἰκουμένη καὶ νέα πολιτειακὴ ἰδεολογία, ὁ Χριστιανισμὸς ὡς πατερικὴ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Ἑλληνικότητα (γλώσσα, πολιτισμός, παιδεία). Αὐτὸ ἐκφράζει τὸ γνωστὸ τροπάριο τῆς Ἁγίας Κασσιανῆς: «Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται, καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν».

Ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι τὸ συνδετικὸ στοιχεῖο ὅλης τῆς αὐτοκρατορίας καὶ αὐτὸ ἀλλοιώνει ἡ αἵρεση, ποὺ δὲν εἶχε μόνο θεολογικό, ἀλλὰ καὶ πολιτικὸ χαρακτήρα. Κύριο στοιχεῖο τῆς αὐτοκρατορίας εἶναι ἡ ἁρμονικὴ ἱεράρχηση τῆς ἐθνικότητας (συνείδηση τῆς καταγωγῆς) στὴν ὑπερεθνικότητα. Τὸ φυλετικὸ στοιχεῖο δὲν ἔθιγε τὴν ἑνότητα στὸ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἀληθινοὶ ἡγέτες, ἄλλωστε, ἦσαν οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ ὑπέρτατο ἰδανικὸ δὲν ἦταν ἡ πολιτικὴ δύναμη ἢ ἡ κοσμικὴ σοφία, ἀλλὰ ἡ ἁγιότητα, ὡς θέωση.

Γι᾽ αὐτὸ ἡ μελέτη τοῦ «Βυζαντίου»/Ρωμανίας χωρὶς γνώση τῆς θεολογίας εἶναι ἀδύνατη. Καρδιὰ τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν ἡ ἑλληνικότητα (γλώσσα, παιδεία, πολιτισμός). Ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ (6ος αἰ.) μέχρι τὸν Ἡράκλειο (7ος αἰ.) ἐξελληνίζεται καὶ ἡ κρατικὴ διοίκηση (Νεαρές). Ἡ Λατινικὴ γλώσσα ὑποχωρεῖ (στὴν Ἀνατολή) καὶ στὴ διγλωσσία τῆς αὐτοκρατορίας (Λατινικὰ καὶ Ἑλληνικά) τὸ βάρος πέφτει στὰ ἑλληνικά.

Ἡ ὑπερεθνικὴ ἕνωση μέσα στὴν Ὀρθοδοξία ὁδηγεῖ στὸ οἰκουμενικὸ ἔθνος (“ἔθνος ἅγιον”, Α´ Πέτρ. 2, 9), τὸ «Γένος τῶν Ρωμαίων», τῶν Ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς αὐτοκρατορίας, μία χριστιανικὴ κοινοπολιτεία μὲ ἀπόλυτο κέντρο τὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγια – Σοφιᾶς.


Εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ συγγένεια ἢ παγγένεια τῶν Πολιτῶν τῆς Ν. Ρώμης, Ρωμαίων, Νέο–Ρωμαίων (ἀπὸ τὴν Πόλη) καὶ ἁπλούστερα Ρωμηῶν. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἐθεμελίωσε τὴν ἔννοια τοῦ Γένους, ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα θὰ ἐπιβιώσει καὶ μετὰ τὶς δύο ἁλώσεις (φραγκικὴ τοῦ 1204 καὶ ὀθωμανικὴ τοῦ 1453).
Ἡ ἑνιαία, ὅμως, οἰκουμενικὴ συνείδηση τῶν Ρωμηῶν (ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Νέας Ρώμης) θὰ ὑπονομευθεῖ ἀπὸ τὴν φραγκικὴ προπαγάνδα γιὰ τὸν ἐκδυτικισμό τους. Ταύτιση τῆς ἐθνικότητας μὲ τὴ γλώσσα δὲν γνωρίζει ἡ Ρωμανία. Αὐτὸ ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τοὺς δυτικοευρωπαίους τὸν 19ο αἰώνα. Τὸ εὐρωπαϊκὸ σκάνδαλο, ὅμως, δὲν ἀπουσιάζει, ποὺ ἀνατρέπει αὐτὴ τὴν νοοτροπία!

Οἱ Ἑλβετοὶ μιλοῦν τρεῖς γλῶσσες, γαλλικὰ – γερμανικὰ – ἰταλικά, ἀλλὰ ἐθνικὰ εἶναι μόνο Ἑλβετοί. Τὰ ρωμαίϊκα (ἁπλὰ ἑλληνικὰ) ἦταν ἡ κοινὴ γλώσσα τῆς αὐτοκρατορίας μέχρι τὸν 19ο αἰώνα καὶ ἐξασφάλιζαν τὴν ἑνότητά της. Μὲ τὴν κοινὴ πίστη, τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν κοινὴ Λατρεία, τὴν κοινὴ πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν κοινὴ κανονικὴ τάξη συνεχίσθηκε ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας, χωρὶς νὰ καταργοῦνται οἱ ἐθνικὲς ταυτότητες (συνείδηση τῆς καταγωγῆς) μέσα στὴν ἐν Χριστῷ ὑπερεθνικότητα.

Ὁ ἐθνικισμὸς ὡς φυλετισμός, μὲ τὸν τονισμὸ τῆς ἐθνικότητας, θὰ ἀναπτυχθεῖ μετὰ τὸ 1204 καὶ θὰ κορυφωθεῖ τὸν 19ον αἰώνα. Ἡ ἐθνικὴ (ἐθνικιστικὴ) ἰδέα θὰ καλλιεργηθεῖ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα (διαφωτισμός, σχολικὴ ἐκπαίδευση). Ἔτσι θὰ προκύψουν οἱ βαλκανικοὶ ἐθνικισμοὶ μὲ ἄμεση συνέπεια τὰ ἐκκλησιαστικὰ αὐτοκέφαλα (διάλυση τῆς ρωμαίϊκης ἑνότητας), διάλυση τῆς ἐθναρχίας καὶ τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης, ποὺ συνεχιζόταν σ᾽ αὐτή.

Τὸ 1872 πανορθόδοξη Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη καταδικάζει τὸν «ἐθνοφυλετισμό» (τὴν εἴσοδό του στὴν Πίστη) ὡς αἵρεση. Ἡ ἑνότητα τῆς Ρωμανίας καὶ ἡ συνέχεια τῆς οἰκουμενικῆς ρωμαίϊκη ἰδέας ἐξασφαλίζεται στὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας, ποὺ δὲν ἀκολούθησε τὶς τύχες καὶ περιπέτειες τῆς κρατικῆς δικαιοδοσίας.

Ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος, ὅταν καὶ ὅπου κυριαρχεῖ τὸ πατερικὸ φρόνημα, μένει πάντα πιστὸς στὴν ἐν Χριστῷ οἰκουμενι- κότητα καὶ πανενότητα τῶν Ρωμαίων – Ρωμηῶν – Ὀρθοδόξων. Ὅπου ὅμως ἐπικρατεῖ τὸ κοσμικὸ φρόνημα, ἐκεῖ ὑπερισχύει ἕνας νοσηρὸς ἐθνικισμὸς (φυλετισμός).
Μὲ τὴν ἐπιβίωση τῶν ἐθναρχιῶν τῶν κατακτημένων ἐδαφῶν της ἡ Ρωμανία (αὐτοκρατορία) ζεῖ:
Ἐθναρχία τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Ἡ δικαιοδοσία αὐτῶν τῶν ἐθναρχικῶν κέντρων ἔσωσε καὶ σώζει καὶ ἐδαφικὰ – δικαιοδοσιακὰ τὴν παλαιὰ γεωγραφικὴ ἔκταση τῆς Ρωμανίας.

Ἡ διάσωση δὲ καὶ συνέχεια τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων καὶ τῆς πατερικότητος τοῦ φρονήματος σώζει καὶ πνευματικὰ τὴν Ρωμανία, εἰς πεῖσμα τῶν καιρῶν καὶ τῶν ὁποιωνδήποτε ἀλλαγῶν τους. Αὐτὸ διεκήρυσσε σθεναρὰ ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Καὶ εἶχε δίκιο!



                                                                        Ὀρθόδοξος Τύπος άρ. φύλ. 1976,  23 Μαΐου 2013


ΣΧΟΛΙΟ «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ-ΣΩΤΗΡΙΑΣ»:
Ἡ Ρωμανία πράγματι ζεῖ καί σήμερα, ἀλλά ἀπειλεῖται μέ συρρίκνωση, μέχρις ἀφανισμοῦ, δεχομένη τόν θανάσιμο ἐναγκαλισμό τοῦ ἐπεκτατικοῦ πολιτικοῦ καί θρησκευτικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν ψευδεπίγραφη καί κίβδηλη «ἀντι-ἐκδοχή» τῆς οἰκουμενικότητος τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας.

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ 2013



ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Στήν παρακάτω ὁμιλία, τήν ὁποία, βεβαίως, ἀξίζει νά διαβάσωμε ἤ μᾶλλον νά ἐντρυφήσωμε σ’ αὐτήν, διαπιστώνει κάθε εὐσεβής ὁποῖος θησαυρός ἀτίμητος εἶναι γιά τήν Ὀρθοδοξία οἱ Ἅγιοι Πατέρες! Ἐν προκειμένῳ, γίνεται σαφές ὅτι οἱ ἅγιοι δέν ἑρμηνεύουν ἁπλῶς τίς Γραφές, φιλολογοῦντες, φιλοσοφοῦντες ἤ τεχνολογοῦντες, ἀλλά μᾶς ὁδηγοῦν πρός τήν ἀλήθειαν, θεολογοῦντες ἐκ τῆς πείρας αὐτῶν ὡς διαβεβηκότες ἐν θεωρίᾳ Θεοῦ. Ἀπολαύσατε, λοιπόν, τά ἔνθεα λόγια τοῦ τρισμεγίστου Θεολόγου και Θεοφόρου Πατρός τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.



Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀνανέωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὸ ξαναζωντάνεμα καὶ τὸ ξαναπλάσιμο τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ποὺ ἡ ἁμαρτία τὸν ὡδήγησε στὸ θάνατο κι ὁ θάνατος πάλι τὸν ἔκαμε νὰ παλινδρομήση στὴ γῆ ἀπ’ ὅπου πλάστηκε.  Εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀθάνατη ζωή. Ἐκεῖνον κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ὅταν τὸν ἔπλαθε ὁ Θεὸς καὶ τὸν ζωοποιοῦσε –τὴν ὥρα ἐκείνη κανένας ἄνρθωπος δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα.  Κι ὅταν μὲ τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ ἔλαβε πνοὴ ζωῆς, πρώτη ἀπ’ τοὺς ἄλλους τὸν εἶδε ἡ γυναίκα·  ὕστερ’ ἀπ’ αὐτόν, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα. Ἔτσι καὶ τὸ δεύτερο Ἀδάμ, δηλ. τὸν Κύριο, κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε ν’ ἀναστήνεται ἀπὸ τοὺς νεκρούς.  Γιατὶ μήτε κανένας δικός του ἦταν κοντὰ κι οἱ φρουροὶ στρατιῶτες συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ φόβο ἔγιναν σὰ νεκροί.  Καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση γυναῖκα πρώτη ἀπ’ τοὺς ἄλλους τὸν εἶδε, ὅπως ἀκούσαμε τὸ Μᾶρκο νὰ εὐαγγελίζεται σήμερα. «Μετὰ τὴν ἀνάστασή του ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς παρουσιάστηκε πρῶτα στὴ Μαρία Μαγδαληνή».  Πιστεύουν ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς δήλωσε καθαρὰ καὶ τὴν ὥρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου·  ὅτι ἦταν πρωΐ, καὶ φάνηκε πρῶτα στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ κι ὅτι φάνηκε τὴν ἴδια ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δὲν εἶπε ὅμως ἔτσι, ὅπως θὰ φανῆ, ἄν προσέξωμε κάπως.  Λίγο πιὸ πάνω κι αὐτὸς σὲ συμφωνία καὶ μὲ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὰς λέει ὅτι ἡ Μαρία αὐτὴ ἦρθε μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες στὸν τάφο κι ὅτι τὸν εἶδαν ἄδειο ἔφυγαν. Ὥστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ πρωΐ, ὁπότε αὐτὴ τὸν εἶδε. Ἀλλὰ θέλοντας νὰ προσδιορίση καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν λέει ἁπλῶς πρωί,ὅπως ἐδῶ, ἀλλὰ πολὺ πρωί. Γι’ αὐτό καὶ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τὸ λιγοστὸ φέγγος ποὺ προτρέχει στὸν ὀρίζοντα ἀπὸ τὴν ἀνατολή. Αὑτὸ θέλει νὰ φανερώση κι ὁ Ἱωάννης καὶ λέγει ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ ἦρθε πρωί στὸ μνημεῖο, ἐνῶ κρατοῦσε ἀκόμη τὸ σκοτάδι, κι εἶδε τὴ πέτρα τραβηγμένη ἀπὸ αὐτό.
Καὶ δὲ ἦρθε μονάχα αὐτὴ στὸ μνῆμα, κατὰ τὸν Ἰωάννη, ἀλλὰ κι ἔφυγε ἀπ’ τὸ μνῆμα χωρὶς νὰ δῆ ἀκόμα τὸν Κύριο. Γιατὶ ἔτρεξε κι ἐπῆγε στὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ δὲν τοὺς ἀναγγέλει ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος ἀλλὰ ὅτι τὸν πῆραν ἀπὸ τὸν τάφο· ἄρα δὲν ἤξερε ἀκόμα τὴν ἀνάσταση. Διεκδίκηση λοιπὸν τῆς Μαρίας ἀπομένει ὄχι μόνο ὅτι ὁ Χριστὸς φάνηκε σ’ αὐτὴν πρώτη ἀλλὰ ὅτι φάνηκε μετὰ τὴν πραγματικὴ ὥρα τῆς ἡμέρας. Εἶναι βέβαια σκεπασμένο μὲ κάποια σκιὰ ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστὰς αὐτὸ ποὺ θὰ ξεσκεπάσω μπροστὰ στὴν ἀγάπη σας. Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ δέχτηκε ἀπὸ τὴν Κύριο  ἡ Παναγία. Κι ἔτσι ἦταν τὸ σωστὸ καὶ τὸ δίκαιο. Αὐτὴ πρώτη τὸν εἶδε μετὰ τὴν ἀνάστασή του, κι εἶχε τὴ χαρὰ ν’ ἀκούση τὸ μίλημά του.  Καὶ δὲν τὸν εἶδε μόνο μὲ τὰ μάτια της καὶ τὸν ἄκουσε μὲ τ’ αὐτιὰ της ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ χέρια της πρώτη  καὶ μόνη ἄγγιξε τὰ ἄχραντα πόδια του, ἀκόμα κι ἄν οἱ εὐαγγελισταὶ δὲν ὁμιλοῦν γιὰ ὅλ’ αὐτὰ φανερά.  Δὲ θέλουν νὰ προβάλλουν τὴ μαρτυρία τῆς μητέρας, γιὰ νὰ μὴ δώσουν στοὺς ἄπιστους ἀφορμὴ ὑποψίας. Ἀφοῦ ὅμως τώρα ὁ δικός μου λόγος μὲ τὴ χάρη τοῦ ἀναστάντος ἁπευθύνεται σὲ πιστοὺς , ἡ εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς μᾶς παρακινεῖ νὰ διευκρινήσωμε τὰ σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες·  τὴ δικαιολογία τὴ δίνει αὐτὸς ποὺ εἶπε «Δὲν ὑπάρχει κρυφὸ ποὺ δὲ θὰ γίνη φανερό».  Κι αὐτὸ λοιπὸν θὰ φανερωθῆ.



Μυροφόρες εἶναι ὅσες ἀκολούθησαν μαζὶ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ ἔμειναν μαζί της τὶς ὥρες τοῦ σωτηρίου πάθους καὶ μὲ πόθο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἀρωμάτισαν.  Κι ὅταν ὁ Ἰωσὴφ κι ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ ἀφοῦ τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ τυλιγμένο σὲ σεντόνι μὲ δυνατὰ ἀράματα τὸ ἀπόθεσαν σὲ λαξευτὸ μνημεῖο κι ἔκλεισαν μὲ μεγάλη πέτρα τὴ θύρα τοῦ μνημείου ἦσαν κοντὰ καὶ κοίταζαν, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθισμένες ἀπέναντι στὸ τάφο.  Μὲ τὴν ἔκφραση καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ὑπονοεῖ ὁπωσδήποτε τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ.  Γιατὶ αὐτὴ τὴν ἔλεγαν καὶ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσῆ, ποὺ ἦσαν παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος.  Δὲν ἦσαν αὐτὲς μόνο, ποὺ κοίταζαν τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Χριστοῦ μὰ κι ἄλλες γυναῖκες, καθὼς διηγήθηκε κι ὁ Λουκᾶς. Κι ἀφοῦ τὸν συνόδεψαν γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἔλθει γιὰ χάρη του ἀπὸ τὴ Γαλιλαία εἶδαν τὸ μνῆμα καὶ ὅτι εἶχε ἀποτεθῆ ἐκεῖ τὸ σῶμα του κι αὐτὲς ἦσαν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ἄλλες ποὺ ἦσαν μαζί».  Καὶ γράφει ὅτι πῆγαν κι ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μύρα.  Γιατὶ δὲν ἤξεραν ἀκόμα ἀκριβῶς ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ τὸ ἄρωμα τῆς ζωῆς γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν μὲ πίστη, ὅπως εἶναι καὶ ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν ἄπιστοι ὡς τὸ τέλος.  Καὶ τῶν ρούχων του ἡ ὀσμὴ, ἡ ὀσμὴ τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός του, εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα τὰ ἀρώματα. Καὶ τὄνομά του εἶναι σὰν χυμένο μύρο, ποὺ πλημμύρισε τὴν οἰκουμένη μὲ τὴ θεία του εὐωδία. Δὲν ἤξεραν κι ἑτοιμάζουν μυρωδικὰ καὶ ἀρώματα πρὸς τιμὴ τοῦ νεκροῦ κι ἐπινοοῦν γιὰ ὅσους ἤθελαν νὰ μείνουν κοντὰ ἀντιφάρμακο τῆς κακοσμίας ἀπὸ τὸ ἀποσυνθεμένο σῶμα ἀλείβοντάς το μ’ αὐτά.
Ἕτοίμασαν λοιπὸν τὰ μύρα καὶ τ’ ἀρώματα καὶ τὸ Σάββατο ἡσύχαζαν σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ εἶχαν. Γιατὶ δὲν εἶχαν ζήσει ἀληθινὰ Σάββατα, οὔτε ἕνιωσαν ἐκεῖνο τὸ ὑπερευλογημένο Σάββατο, ποὺ μᾶς μεταφέρει ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἅδη σ’ ὅλο τὸ λαμπρὸ καὶ θεῖο ὕφος τοῦ οὐρανοῦ.  Τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ὅπως λέει ὁ Λουκᾶς, ἐνῶ ἦταν νύχτα ἀκόμα ἦρθαν στὸ μνῆμα μὲ τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει Κι ὁ Ματθαῖος λέει· «ἀργὰ τὸ Σάββατο πρὸς τὰ ξημερώματα τῆς Κυριακῆς» κι ὅτι ἦσαν δύο αὐτὲς ποὺ ἦρθαν.  Κι ὁ Ἰωάννης συμπληρώνει· «πρωί, ἐνῶ ἦταν σκοτεινὰ ἀκόμη».  Καὶ ὅτι αὐτὴ ποὺ ἦρθε ἦταν μόνο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Πρώτη τῆς ἑβδομάδος ὅλοι οἱ εὐαγγελισταὶ ἐννοοῦν τὴν Κυριακή. Μὲ τὶς ἐκφράσεις ἀργὰ τὸ Σάββατο, καὶ βαθειὰ αὐγή, καὶ πολὺ πρωί καὶ πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά, ἐννοῦν τὴν αὐγινὴ ὥρα ποὺ τὸ σκοτάδι παλεύει μὲ τὸ φῶς, κι αὐτὴ εἶναι ἡ ὥρα ποὺ ἀρχίζει νὰ φωτίζεται τὸ ἀνατολικὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντα προμηνῶντας τὴν ἡμέρα.  Παρατηρῶντας ἀπὸ μακριὰ βλέπει κανένας τὸ φῶς ν’ ἀλλάζη τὰ χρώματα στὴν ἀνατολὴ τὴν ἐνάτη περίπου ὥρα τῆς νύχτας καὶ μένουν ὡς τὴν τέλειαν ἡμέρα τρεῖς ὧρες ἀκόμα. Μοιάζει νὰ διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταὶ καὶ στὴν ὥρα αὐτὴ καὶ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν.  Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι, ὅπως εἶπαν, οἱ Μυροφόρες καὶ πολλὲς ἦσαν καὶ δὲν ἦρθαν μιὰ φορὰ στὸν τάφο ἀλλὰ δύο καὶ τρεῖς φορές, ὄχι πάντα οἱ ἴδιες·  καὶ τὴν αὐγὴ ὅλες, μὰ ὄχι τὴν ἴδια στιμγὴ ἀκριβῶς. Ἡ Μαγδαληνὴ ἦρθε καὶ μόνη της χωρὶς τὶς ἄλλες, κι ἔμεινε περισσότερο.  Καθένας λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὰς ἕνα ἐρχομὸ μερικῶν ἀπ’ αὐτὲς ἀναφέρει καὶ ἀφήνει τὶς ἄλλες. Κι ὅπως ἐγὼ συμπεραίνω συγκρίνοντας ὅλους τοὺς εὐαγγελιστὰς- τὸ προεῖπα κι αὐτό-  πρώτη ἀπ’  ὅλες ἦρθε στὸν τάφο τοῦ Γιοῦ καὶ Θεοῦ της ἡ Θεοτόκος, μαζὶ μὲ τὴν Μαρία Μαγδαληνή.  Αὑτὸ κυρίως μᾶς τὸ πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. «Ἦρθε, λέει, ἡ Μαρία Μαγδαληνή καὶ ἡ ἄλλη Μαρία –ποὺ ἦταν πάντως ἡ Παναγία- νὰ κοιτάξουν τὸν τάφο. Καὶ τὸτε ἔγινε ἰσχυρὸς σεισμός. Ἕνας ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἦρθε καὶ κύλισε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου καὶ κάθισε πάνω σ’ αὐτή.  Τὸ προσωπό του ἦταν σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ροῦχο του σὰν χιόνι λευκό.  Ταράχτηκαν οἱ φύλακες ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ τοὺς προξένησε κι ἔγιναν σὰ νεκροί.



Ὅλες οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν μετὰ τὸ σεισμὸ καὶ τὴ φυγὴ τῶν φρουρῶν καὶ βρῆκαν τὸν τάφο ἀνοιχτό καὶ κυλισμένη τὴν πέτρα. Ἡ Παρθένος ὅμως ἦταν ἐκεῖ, ὅταν ἔγινε ὁ σεισμὸς κι εἶχε κυλίσει ἡ πέτρα κι ὁ τάφος ἄνοιξε κι οἱ φύλακες ἦσαν ἐκεῖ, ἄν καὶ καταταραγμένοι ἀπὸ τὸ φόβο.  Γι’ αὐτὸ κι ὅταν συνῆλθαν ἀπὸ τὸ σεισμὸ εὐθὺς σκέφτηκαν τὴ φυγή, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ὅμως χωρὶς φόβο χαιρόταν μ’ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε. Ἐγὼ νομίζω πὼς καὶ γι’ αὐτὴν πρώτη ἄνοιξε ἐκεῖνος ὁ ζωηφόρος τάφος. Γι’ αὐτὴν πρῶτα καὶ χάρη σ’ αὐτὴν καὶ γιὰ μᾶς ὅλους ἄνοιξαν τὰ πάντα, ὅσα εἶναι πάνω στὸν οὐρανὸ καὶ ὅσα στὴ γῆ κάτω, καὶ γιὰ χάρη της ἀστράφτει ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε μόλο ποὺ ἦταν ἀκόμα σκοτάδι, μὲ τὸ λαμπρὸ ἀγγελικὸ φῶς εἶδε ὄχι μόνο ἀνοικτὸ τὸν τάφο ἀλλὰ καὶ τὰ ἐντάφια μὲ σειρὰ καὶ τάξη νὰ μαρτυροῦν μὲ πολλοὺς τρόπους τὴν ἀνάσταση τοῦ ἐνταφιασμένου. Ἦταν ἔπειτα καὶ ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ἄγγελος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὁ Γαβριήλ·  τὴν εἶδε νὰ προχωρῆ βιαστικὰ πρὸς τὸν τάφο, αὐτὸς ποὺ στὴν ἀρχὴ τῆς εἶχε πεῖ: «Μὴ φοβᾶσαι Μαρία· ὁ Θεὸς σοῦ δίνει τὴ χάρη του».  Κι ἀμέσως κατεβαίνει καὶ τώρα τὴν ἴδια πάλι προτροπὴ ν’ ἀπευθύνη στὴν ἀειπάρθενο. Ἦρθε νὰ εὐαγγελιστῆ τὴν ἀνάσταση ἐκείνου ποὺ μὲ ἄσπορη σύλληψη ἐγέννησε καὶ τὴν πέτρα νὰ σηκώση καὶ νὰ δείξη ἄδειο τὸν τάφο καὶ τὰ ἐντάφια   καὶ νὰ βεβαιώση σ’ αὐτὴ τὸ χαρούμενο μήνυμα.  Γράφει «Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγλος κι εἶπε στὶς γυναῖκες·  Μὴ φοβᾶστε· ζητᾶτε τὸ Χριστὸ ποὺ σταύρωσαν; Ἀναστήθηκε. Νὰ , ὁ τόπος ὅπου κοιτόταν ὁ Κύριος. Κι ἄν βλέπετε τοὺς φύλακες καταταραγμένους ἀπὸ τὸ φόβο σεῖς μὴ φοβᾶστε. Ξέρω πὼς ζητᾶτε τὸ Χριστο ποὺ σταύρωσαν. Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ». Γιατὶ αὐτὸς δὲν εἶναι μόνο ἀκράτητος ἀπ’ τὰ κλειδιὰ καὶ τοὺς μοχλοὺς καὶ τὶς σφραγίδες τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τάφου ἀλλὰ εἶναι καὶ Κύριος δικός μας, τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ κι αὐτὸς εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου ὁ μόνος Κύριος. «Δῆτε τὸν τόπο ὅπου κοιτόταν ὁ Κύριος. Πηγαίνετε γρήγορα καὶ πέστε στοὺς μαθητὰς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς».  Καὶ βγῆκαν. Λέγει, μὲ φόβο καὶ χαρὰ μαζὶ μεγάλη.



Καὶ σ’  αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔχω τὴ γνώμη ὅτι φοβισμένη ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἔρθει ὡς τότε. Γιατὶ δὲν κατάλαβαν τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νὰ βαστάξουν ὡς τὸ τέλος τὴ δύναμη τοῦ φωτὸς, ὥστε νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν μὲ ἀκρίβεια. Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ὅμως νομίζω ἔκαμε κτῆμα της τὴ μεγάλη χαρά, ἐπειδὴ κατανόησε τοὺς λόγους τοῦ ἀγγέλου καὶ ἔλαμψε ὁλόκληρη ἀπὸ τὸ φῶς σὰν ὁλοκάθαρη ποὺ ἦταν καὶ γεμάτη ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Μὲ ὅλα αὐτὰ ἀκόμα τὰ σημεῖα καὶ τὴν ἀλήθεια ἔκαμε σταθερὸ κτῆμα της καὶ στὸν ἀρχάγγελο πίστεψε, ἀφοῦ μάλιστα αὐτὸς ἀπὸ παλιὰ εἶχε ἀποδεχτῆ γι’ αὐτὴ μέσα στὰ πράγματα ἄξιος ἐμπιστοσύνης. Ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ μὴ καταλάβη ἡ Παρθένος μὲ τὴ θεϊκὴ σοφία, ὅ,τι εἶχε συντελεστῆ, ἀφοῦ παρακολούθησε τὰ γεγονότα ἀπὸ κοντά·  εἶδε τὸ σεισμὸ τὸ μεγάλο, τὸν ἄγγελο νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀστραποβολῶντας. Εἶδε τὴν νέκρωση τῶν φρουρῶν, τὸ μεατόπισμα τῆς πέτρας, τὸ ἄδειασμα τοῦ τάφου, τὸ μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, ποὺ ἦσαν ἀσκόρπιστα, συγκρατημένα ἀπὸ τὴ σμύρνα καὶ τὴν ἀλόη, χωρὶς ὅμως νὰ περιβάλλουν τὸ σῶμα.  Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτὰ εἶδε τὸ χαρμόσυνο θέαμα τοῦ ἀγγέλου, κι ἄκουσε τὸ χαρούμενο μήνυμα. Ἀλλὰ βγαίνοντας ἀπὸ τὸν εὐαγγελισμὸν,αὐτό, ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία σὰ νὰ μὴν ἄκουσε κἄν τὸν ἄγγελο -ἐξ ἄλλου σ’  ἐκείνη δὲν εἶχε μιλήσει- διαπιστώνει μονάχα τὸ ἄδειασμα τοῦ τάφου καὶ γιὰ τὰ ἐντάφια δὲν κάνει κανένα λόγο καὶ τρέχει εὐθὺς στὸν Πέτρο καὶ τὸν ἄλλον μαθητή, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης. Ἡ μητέρα πάλι τοῦ Θεοῦ, ὅταν συνάντησε ἄλλες γυναῖκες ξαναγύρισε πίσω καὶ νὰ, ὅπως λέει ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰησοῦς τὶς συνάντησε καὶ τοὺς εἶπε «Χαίρετε».
Βλέπετε ὅτι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία ἡ Παναγία εἶδε αὐτὸν ποὺ γιὰ τὴ σωτηρία μας ἔπαθε καὶ ἐνταφιάστηκε κι ἀναστήθηκε. «Σ’ αὐτὲς πλησίασαν», γράφει, ἔπιασαν τὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησαν. Κι ὅπως ἡ Παναγία κατάλαβε μόνη τὴ δύναμη τῶν ἀγγελικῶν λόγων, ἄν κι ἄκουσε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζὶ μὲ τὴν Μαρία Μαγδαληνή, ἔτσι καὶ μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συναντοῦσε τὸ γιό της καὶ Θεό, πρώτη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ εἶδε καὶ γνώρισε τὸν ἀναστημένο. Προσπέφτοντας τοῦ ἔπιασε τὰ πόδια κι ἔγινε ἀπόστολος του πρὸς τοὺς ἀποστόλους του. Ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ξαναγυρίζοντας ἀπὸ τὸν τάφο τὴν συνάντησε ὁ Κύριος, τὸ μαθαίνομε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. «Τρέχει πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρο καὶ τὸν ἄλλο μαθητὴ», γράφει, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς λέει·  Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξέρομε ποὺ τὸν ἔβαλαν, Πῶς, ἄν τὸν εἶδε καὶ τὸν ἄγγιξε μὲ τὰ χέρια της καὶ τὸν ἄκουσε νὰ μιλᾶ, θὰ μποροῦσε νὰ λέη τέτοια λόγια, ὅτι τὸν πῆραν καὶ τὸν πῆγαν ἀλλοῦ καὶ δὲν ξέρομε σὲ ποιὸ μέρος; Ἀλλὰ μετὰ τὸ τρέξιμο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννη στὸν τάφο, ὅταν εἶδαν τὰ ἐντάφια καὶ γύρισαν, ἡ Μαρία, λέει, στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο καὶ ἔκλαιγε.
Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δὲν εἶχε δεῖ ἀκόμα ἀλλὰ οὔτε εἶχε ἀκούσει.  Κι ὅταν τὴ ρώτησαν ἄγγελοι ποὺ παρουσιάστηκαν «Γιατὶ κλαῖς, γυναῖκα;»  ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σὰ νὰ ἦταν νεκρός. Κι ὅταν γυρίζοντας εἶδε τὸν Ἰησοῦ καὶ πάλι δὲν κατάλαβε καὶ στοῦ ἴδιου τὴν ἐρώτηση «γιατὶ κλαίει»,  παραπλήσια ἀπαντᾶ. Ὥσπου τὴν κάλεσε μὲ τὄνομά της, καὶ τῆς ἔδειξε πὼς ἦταν ὁ ἴδιος. Τότε ἀφοῦ ἔπεσε κι αὐτὴ μπροστὰ του θέλοντας ν’ ἀσπαστῆ τὰ πόδια του, τὸν ἄκουσε νὰ τῆς λέη «μὴ μ’ ἀγγίζης». Ἀπὸ τοῦτο καταλαβαίνομε ὅτι κατὰ τὴν προηγούμενη ἐμφάνισή του στὴν Μητέρα του καὶ στὶς γυναῖκες, ποὺ τὴ συντρόφευαν  αὐτὴν μονάχα ἄφησε νὰ τοῦ ἀγγίξη τὰ πόδια, ἄν καὶ ὁ Ματθαῖος τὸ θέλει κοινὴ παραχώρηση σ’ ὅλες  Δὲν ἤθελε, γιὰ τὸ λόγο ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή, νὰ προβάλη ἔντονα τὴ Μητέρα στὸ ζήτημα αὐτο. Κι ἀφοῦ πρώτη ἦρθε στὸν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καὶ πρώτη δέχτηκε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως, μαζεύτηκαν πολλὲς καὶ εἶδαν καὶ κεῖνες τραβηγμένη τὴν πέτρα καὶ ἄκουσαν τὸν ἄγγελο. Στὴν ἐπιστροφὴ χωρίστηκαν.  Καὶ ἄλλες καθὼς λέει ὁ Μᾶρκος ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο ἔμφοβες καὶ ἐκσταστικὲς χωρὶς νὰ ποῦν τίποτα σὲ κανένα, ἐπειδὴ φοβοῦνταν. Ἄλλες ἀκολούθησαν τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου κι αὐτὲς ἐπέτυχαν νὰ δοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν τὸν Κύριο. Ἡ Μαγδαληνὴ ἔφυγε στὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη  καὶ μαζὶ τους ἔρχεται πίσω στὸν τάφο. Κι ἐνῶ ἐκεῖνοι ἔφυγαν αὐτὴ ἔμεινε νὰ ἀξιώνεται κι αὐτὴ νὰ δῆ τὸν Κύριο καὶ νὰ τὴ στείλει κι αὐτὴν στοὺς ἀποστόλους καὶ ξαναέρχεται σ’ αὐτοὺς φωνάζοντας σ’ ὅλους, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης, «ὅτι εἶχε δεῖ τὸν Κύριο καὶ τῆς εἶχε πεῖ αὐτά».



Καὶ ὁ Μᾶρκος λέει ὅτι αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση ἔγινε τὸ πρωΐ, τὴν ἀδιαφιλονίκητη ἀρχὴ, τῆς ἡμέρας, ὅταν εἶχε περάσει ἡ αὐγή. Δὲν ἰσχυρίζεται ὅμως ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου οὔτε ἡ πρώτη ἐμφάνισή του. Ἔχομε λοιπὸν σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες σὲ μιὰ ἀρκιβῆ ἔκθεση καὶ τὴ σχετικὴ συμφωνία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν σὰν ἀνώτερη ἐπιβεβαίωση. Οἱ μαθηταὶ ὅμως τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως ποὺ ἄκουσαν κι ἀπὸ τὶς Μυροφόρες καὶ ἀπὸ τὸν Πέτρο, κι ἀκόμα ἀπὸ τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα ὅτι ὁ Κύριος ζῆ κι ὅτι τὸν εἶδαν, ἔδειξαν ἀπιστία. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς κατηγορεῖ, ὅταν παρουσιάστηκε σ’ ὅλους μαζὶ συγκεντρωμένους.  Κι ἀφοῦ πιὰ μὲ  τὰ μάτια πολλῶν καὶ πολλὲς φορὲς ἔδειξε  ὅτι ἦταν ζωντανός, ὄχι μονάχα πίστεψαν ὅλοι ἀλλὰ καὶ τὰ κήρυξαν παντοῦ. Ἡ φωνὴ τοῦς ξεχύθηκε σ’ ὅλη τὴ γῆ καὶ τὰ λόγια τους σκορπίστηκαν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης». Καὶ μὲ τὴ συνέργεια τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ λόγου ποὺ ἔκαμε μὲ τὰ σημεῖα ποὺ ἐπακολούθησαν. Γιατὶ τὰ σημεῖα ὥσπου νὰ κηρυχθῆ ἡ διδασκαλία σὲ ὅλη τὴ γῆ ἦσαν ἀπαραίτητα. Καὶ χρειάζονται σημεῖα ὑπερβολικὰ γιὰ νὰ παρασταθῆ καὶ νὰ βεβαιωθῆ ἡ ἀλήθεια του κηρύγματος.  Δὲν χρειάζονται ὅμως σημεῖα ὑπερβολικὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ δέχτηκαν τὸ λόγο, ἄν πίστεψαν σταθερά.  Ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς μαρτυροῦν τὰ ἔργα τους «Δεῖξε μου, λέει τὴν πίστη σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου» καὶ «ποιὸς εἶναι πιστός;» Ἄς τὸ δείξη μὲ τὰ ἔργα τῆς καλῆς ζωῆς του.  Γιατί ποιὸς θὰ πιστέψη ὅτι ἔχει ἀντίληψη ἀληθινὰ ὑψηλὴ καὶ μεγάλη, οὐράνια, γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀκριβῶς ἡ εὐσέβεια; Αὐτὸς ποὺ πράττει φαῦλα ἔργα εἶναι προσηλωμένος στὴ γῆ καὶ τὰ γήϊνα; 

Κανένα ὄφελος ἀδέλφια, ἄν λέγη κανένας ὅτι ἔχει θεϊκὴ πίστη, δὲν ἔχη ὅμως ἔργα ἀνάλογα μὲ τὴ πίστη.  Τί ὠφέλησαν τὶς ἀνόητες κόρες οἱ λαμπάδες, ἀφοῦ δὲν εἶχαν λάδι, δηλαδὴ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συμπόνιας; Τί ὠφέλησε τὸν πλούσιο ἐκεῖνο, ποὺ ψηνόταν στὴν ἄσβεστη φλόγα ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία του πρὸς τὸν Λάζαρο, ἡ ἐπίκληση τοῦ πατέρα Ἀβραάμ; Τί ὠφελεῖ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει τὸ ροῦχο τῶν καλῶν ἔργων, τὸ κατάλληλο γιὰ τὸ θεῖο γάμο καὶ τὸν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυφικὸ θάλαμο, ἡ ἀποδοχὴ τάχα τῆς πρόσκλησης; Ἔλαβε πρόσκληση βέβαια καὶ ἦρθε, ἀφοῦ πίστεψε ὁπωσδήποτε καὶ κάθιστε ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους ἐκείνους συμποσιαστάς.  Δέχτηκε ὅμως τὸν ἔλεγχο καὶ ντροπιάστηκε, ἐπειδὴ ἦταν ντυμένος τὴ φαυλότητα τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῶν πράξεων κι ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν σκληρὰ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τὸν ρίχνουν στὴ γέενα, ἐκεῖ ποὺ ἀντηχεῖ τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. Αὐτὴ κανένας ποὺ ἔχει τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα νὰ μὴν τὴ δοκιμάση. Μόνο ὅλοι νὰ δείξουν βίο ἀνάλογο μὲ τὴν πίστη καὶ νὰ μποῦν στὸ νυφικὸ θάλαμο τῆς ἀκηλίδωτης χαρᾶς καὶ νὰ ζήσουν στὸν αἰῶνα μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους, ὅπου εἶναι τὸ κατοικητήριο ὅλων, ποὺ νιώθουν τὴν ἀληθινὴ εὐφροσύνη. Ἀμήν.

(ΟΜΙΛΙΑ ΙΗ΄ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)